- ἀπροσδοκήτου
- ἀπροσδόκητοςunexpectedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неча˫аниѥ — НЕЧА˫АНИ|Ѥ (27), ˫А с. 1.Отсутствие надежды; безнадежность, отчаяние: ˫ако не подобаѥть ѹ‹мь›||ръшааго плакати. нъ живѹштааго въ грѣсѣхъ и въ нечѧ˫ании. Изб 1076, 87–87 об.; и ни въ пропасть поринѹти неча˫ани˫а. (τῆς ἀπογνώσεως) ΚΕ XII, 70а; то… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
ξεφούρνισμα — το, ατος 1. βγάλσιμο πράγματος από το φούρνο: Το ξεφούρνισμα του φαγητού αργεί ακόμα. 2. ξαφνική παρουσίαση απροσδόκητου πράγματος ή γεγονότος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)